Σε μια σεζόν δίχως ευρωπαϊκή επιβάρυνση ο Άρης δεν κατέκτησε πρωτάθλημα ή κύπελλο και αρκέστηκε σ’ ένα εισιτήριο για το Κόνφερενς Λιγκ. Η ανάγκη βελτίωσης είναι αυταπόδεικτη.
Από την άλλη, η «ελαφρά ταξιαρχία» τερμάτισε δεύτερη, αποκλείστηκε από το κύπελλο στα πέναλτι και βρέθηκε ένα… τέτοιο μακριά από την έξοδό της στο Γιουρόπα Λιγκ. Η παρουσία ποιότητα είναι, επίσης, αυταπόδεικτη.
Τι μπορεί να… αναβαθμίσει τον λεμεσιανό σύλλογο, ώστε να καλύψει την απόσταση έως την κορυφή;
Ένας αριστεροπόδαρος στόπερ περιωπής είναι η σχεδόν αντανακλαστική απάντηση. Από το 2021, όταν επέστρεψε στα μεγάλα σαλόνια ο Άρης αγωνίστηκε με τέτοιον μόνον τη σεζόν 2023/24 (Ουρόσεβιτς). Αν τώρα βρει έναν υψηλόσωμο κεντρικό αμυντικό που να μπορεί να «ανοίξει» το παιχνίδι, η διαφορά θα είναι εμφανής.
Εξ ίσου αυθόρμητα έρχεται στο μυαλό και ένας κλασικός αμυντικός μέσος. Ένα «εξάρι» που θα κρατά τη θέση του, θα «δαγκώνει» αντιπάλους», θα καλύπτει τα νώτα των μέσων και των μεσοεπιθετικών. Στο πρόσωπο του Μπράουν αποχώρησε ο μοναδικός τέτοιος που υπήρχε στο ρόστερ.
Εάν ο Αρτσιόμ Ράτζκοφ διατηρήσει το 4-4-2, η λήξασα περίοδο (και όχι μόνον αυτή) κατέδειξε εμφατική την ανάγκη για εξτρέμ που θα «βλέπουν δίχτυα». Μοντνόρ (7), Μπένγκτσον (6), Μαγιαμπέλα (5) και δευτερευόντως ο Γκάουσταντ (3) προσέφεραν τέρματα δυσανάλογα λίγα με τις ευκαιρίες που δημιούργησαν ή τους παρουσιάστηκαν.
Εάν ο νέος προπονητής αποφασίσει να πορευτεί με το 4-2-3-1, τότε είναι απαραίτητο να αποκτηθεί κι ένα «δεκάρι», το οποίο θα μοιραστεί τη θέση με τον Νίκολιτς, θα αυξήσει τον εσωτερικό συναγωνισμό και θα καταστήσει την ομάδα πιο δημιουργική κι απρόβλεπτη.
Ο Άρης ξέρει τι χρειάζεται, μένει να αποδειχθεί, αν μπορεί να το εντοπίσει και να το αποκτήσει.