Στην αρχή τέτοιων κειμένων, είναι συνηθισμένο να αναφέρονται τα χιλιογραμμένα κλισέ. Του τύπου «όποιος αγαπάει το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα πανηγυρίζει για το βραβείο που παρέλαβε χθες ο Χρήστος Μουζακίτης». Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ο νεαρός μέσος του Ολυμπιακού αντιμετωπίζεται με συμπάθεια από μεγάλο μέρος των ποδοσφαιρόφιλων και ξεπερνάει τα σφιχτά όρια της συλλογικής προτίμησης.
Αλλά, όπως συμβαίνει κάθε φορά το ελληνικό ποδόσφαιρο κατακτά μία κορυφή, είτε συλλογικά, είτε ατομικά, πολλοί δεν συνειδητοποιούν ακριβώς το μέγεθος της επιτυχίας. Ειδικά στις ατομικές διακρίσεις, όπου συμβαίνει πρώτη φορά ένας Έλληνας παίκτης αυτής της ηλικίας να βρίσκεται όχι μόνο ψηλά, αλλά στην πρώτη θέση της λίστας ταλέντων και να βραβεύεται, πιθανότατα θα πρέπει να περάσουν χρόνια για να αντιληφθούμε το μέγεθος της διάκρισης αυτής.
Έτσι συνέβαινε παλαιότερα π.χ. με το Νίκο Μαχλά. Που κατακτούσε το χρυσό παπούτσι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά για τους «ωχαδερφιστές» Έλληνες οπαδούς η διάκριση δεν μετρούσε, επειδή αγωνιζόταν στην Ολλανδία όπου «δεν υπάρχουν άμυνες» και «μπαίνουν δέκα γκολ σε κάθε παιχνίδι». Φυσικά το ότι από τότε μέχρι σήμερα είτε στο ελληνικό πρωτάθλημα, είτε σε κάποιο άλλο ευρωπαϊκό, δεν έχει βρεθεί Έλληνας ούτε καν να πλησιάσει τη διάκριση αυτή, αποδεικνύει πόσο δύσκολο ήταν αυτό που έκανε ο παλαίμαχος πια Κρητικός σέντερ φορ και πόσο «υποβαθμισμένη» ήταν η αυτή η διάκριση στην ελληνική οπαδική «συλλογική μνήμη».
Ο Μουζακίτης μπήκε κι αυτός στο στόχαστρο των «ωχαδερφιστών». Ότι δεν πήρε το κανονικό βραβείο, αυτό που ψηφίζουν οι Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι που «γνωρίζουν κάτι παραπάνω», αλλά σε μια ψηφοφορία στο διαδίκτυο, στην οποία μπορεί να λάβει μέρος ο καθένας (με την υποψία ότι υπάρχουν «κόλπα» για πολλαπλές ψήφους, για αγορασμένα κλικ κτλ.). Κι όταν ψηφίζουν όλοι, από παιδάκια που δεν «ξέρουν μπάλα» μέχρι μαμάδες που τους αρέσει το baby face του διεθνή αμυντικού χαφ, ή και κοριτσάκια που τον ονειρεύονται ως ιδανικό γαμπρό, δεν αξίζει να δίνουμε και πολλή σημασία.
Κι εδώ ακριβώς έρχονται οι αριθμοί να δώσουν απαντήσεις. Το δείγμα της ψηφοφορίας του κοινού ξεπέρασε τα 1,2 εκατομμύρια ψήφους συνολικά. Ανάμεσά τους προφανώς ήταν και παιδάκια, και μαμάδες, και κοριτσάκια, αλλά προφανώς ανάμεσα στους περίπου 473.000 που τον επέλεξαν οι περισσότεροι ήταν ποδοσφαιρόφιλοι που εκτίμησαν συνολικά την παρουσία του στο χορτάρι. Και όχι το πώς «γράφει» στις τηλεοπτικές κάμερες.
Ο Μουζακίτης δεν χρειάστηκε καμία «καμπάνια» ώστε να ψηφιστεί μαζικά από Έλληνες. Τίποτα τέτοιο δεν «έτρεξε» στο διαδίκτυο ή αλλού, ούτε καν σαν «υπενθύμιση», ότι υπάρχει η συγκεκριμένη ψηφοφορία κι αν θέλει μπορεί κάποιος να συμμετάσχει και να στηρίξει τον Έλληνα ποδοσφαιριστή. Το γράφουμε αυτό διότι στην αντίστοιχη περσινή ψηφοφορία, όπου κυριάρχησε ο Τούρκος Κενάν Γιλντίζ, υπήρξε σημαντική καμπάνια «πληροφόρησης» (καθοδήγησης στην ουσία) μέχρι και από την ιστοσελίδα της τουρκικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου! Κάτι, βέβαια, που δεν αντίκειται στους κανόνες, μπορεί να χαρακτηριστεί και θεμιτό.
Στην δε φετινή ψηφοφόρία, όπου ο Γιλντίζ τερμάτισε στην δεύτερη θέση (με 31% των ψήφων) αν και, σύμφωνα με τους κανονισμούς, δεν μπορούσε να βραβευτεί για δεύτερη φορά, μπήκαν στη μέση οι τουρκικές εφημερίδες (όπως π.χ. η Fanatik) που με άρθρα κυρίως στις διαδικτυακές τους εκδόσεις «υπενθύμιζαν» στον κόσμο την ψηφοφορία. Κι αυτό, παρ’ ότι γνώριζαν ότι δεν υπάρχει περίπτωση δεύτερης βράβευσης. Γι’ αυτούς, το να τερματίσει πρώτος στην ψηφοφορία ο Γιλντίζ για δεύτερη συνεχόμενη φορά θα ήταν μια ακόμη απόδειξη του (μεγάλου, πράγματι) ταλέντου του.
Και το πιο σημαντικό: Ποιο ήταν το δυνητικό «βάθος» των δεξαμενών ψήφων, που «ψάρευε» ο καθένας; Ο Γιλντίζ, γεννημένος στη Γερμανία (όπου επισήμως το 4% του πληθυσμού έχει τουρκική καταγωγή), αγωνιζόμενος με την εθνική Τουρκίας των 80+ εκατομμυρίων και έχοντας θητεία σε δύο γίγαντες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου (Μπάγερν και Γιουβέντους) πόσο περισσότερους «δυνητικούς» ψηφοφόρους είχε από τον Χρήστο Μουζακίτη;
Το γεγονός ότι ο Έλληνας επικράτησε και με διαφορά δείχνει ότι έκανε μεγάλο γκελ σε «ουδέτερους». Οι οποίοι ούτε εθνική σχέση είχαν μαζί του, ούτε και συλλογική. Αυτό δίνει ακόμα μεγαλύτερη αξία στην βράβευση του νεαρού παίκτη.
Μπορεί το κείμενο να μην άρχισε με κλισέ, αλλά θα κλείσει μ’ ένα κλισέ. Βραβεία σαν κι αυτό δεν σημαίνουν τίποτα, στην ουσία. Καταγράφουν μόνο μία αίσθηση. Του τι περιμένει ο ευρωπαϊκός ποδοσφαιρικός κόσμος από εσένα. Το αν θα χρησιμοποιηθεί σαν μια δάφνη, που θα προσθέσει κάποια μηδενικά παραπάνω σε μια μεταγραφή του άμεσου μέλλοντος, ή σαν ένα σκαλοπάτι ευθύνης, βρίσκεται στο δικό του μυαλό αποκλειστικά. Μακάρι να συμβεί το δεύτερο, να βάλει μέσα του ο νεαρός το χθεσινό μαγικό γι’ αυτόν βράδυ ως μια δέσμευση. Να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που ο ίδιος δημιούργησε.


































